-
1 περιγενόμενοι
οι оставшиеся в живых, уцелевшие, выжившие, спасшиеся -
2 περιγενόμενοι
περιγίγνομαιto be superior to: aor part mid masc nom /voc pl -
3 περι-γίγνομαι
περι-γίγνομαι, ion. u. spätere Form - γίνομαι (s. γίγνομαι), – 1) darüber werden, -kommen, überlegen sein, τινός, Einem, ὅσσον περιγιγνόμεϑ' ἄλλων, Od. 8, 102; u. mit dem dat. der Sache, μήτι, an Klugheit, ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο, Il. 23, 318; absolut, Her. 1, 214. 6, 109; π ολυτροπίῃ τοῠ βασιλῆος περιγενέσϑαι, 2, 121, 5, wie 1, 207 u. sonst; auch c. acc. der Person, τοὺς Ἕλληνας, 9, 2, zw.; περιγενόμενοι τῇ μάχῃ, Thuc. 8, 16; Plat. vrbdt περιγίγνεσϑαι καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχϑρῶν, Rep. II, 362 b; τινός, Prot. 343 c; τῷ πολέμῳ, Menez. 242 e; τάχει τοσοῠτον περιεγένου αὐτοῠ, Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. öfter; Pol. u. a. Sp. – 2) übrigseinod. blei den, am Leben bleiben, überleben; absolut, Her. 1, 122; συλλαβὼν τῆς στρατιῆς τοὺς περιγινομένο υς, 5, 46; auch αἱ νῆες περιεγεγόνεσαν, 8, 93, die Schiffe waren übrig geblieben, gerettet; u. c. gen., περιεγένετο τούτο υ τοῠ πάϑεος, er überlebte, rettete sich aus dieser Niederlage, 5, 46; συγκατοικίσαι δὲ καὶ Λεοντίνους, ἤν τι περιγίγνηται αὐτοῖς τοῦ πολέμο υ, Thuc. 6, 8; ἐκ τῶν μεγίστων, 2, 49; ἐὰν περιγίγνηταί τις τῶν υἱέων αὐτῷ, Plat. Legg. XI, 923 c; τῆς δίκης, davonkommen, Legg. X, 905 a; dah. als Ergebniß wovon übrig bleiben, τὰ περιγιγνόμενα τῇ πόλει ἀπονέμων, Legg. V, 745 a; περιεγένετο, ὥςτε καλῶς ἔχειν, es kam dahin, hatte solchen Ausgang, lief Alles gut ab, Xen. An. 5, 8, 26; vgl. περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, Thuc. 2, 39; ἡ ἐκ τῆς ἱστορίας περιγιγνομένη ἐμπειρία, die sich aus der Geschichte ergiebt, Pol. 1, 35, 9; ἐκ φιλοσοφίας ἔφησεν αὑτῷ περιγεγονέναι τὸ μηδὲν ϑα υμάζειν, Plut. de audit. 8 A.; τὰ ἐκ τῆς ἀναιο χυντίας περιγιγνόμενα, Luc. Pseudol. 30.
-
4 περιγιγνομαι
1) одерживать верх, одолевать, получать или иметь преимущество, превосходитьπ. τινος Hom., Her., Thuc. etc., τινα Her. и πρός τινα Thuc. — превосходить кого-л.;
τὰ Ὀλύμπια περιγινόμενος Plut. — победитель на Олимпийских играх;π. τινι πλῆθος νεῶν Thuc. — иметь над кем-л. преимущество в численности кораблей;περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μέ προκάμνειν Thuc. — наше преимущество в том, что заранее мы не удручаемся предстоящими страданиями2) уцелевать, выживать, оставаться в живых, спастисьπ. τοῦ πάθεος Her. — остаться в живых после поражения, пережить разгром;
τῆς στρατιῆς οἱ περιγενόμενοι Her. — остатки разбитой армии;τῆς δίκης περιγενέσθαι Plat. — уйти от правосудия;ἐκ τῶν μεγίστων π. Thuc. — ускользнуть от страшных опасностей3) оставаться (в избытке), сохраняться(τινι Arph.)
ἑβδομήκοντα τάλαντα, ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων Xen. — семьдесят талантов, которые остались от сумм дани4) проистекать, оказываться в результате, получатьсяπεριεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν Xen. — все сложилось хорошо;τὰ περιγιγνόμενά τινος Luc. — результаты чего-либо -
5 περιγίγνομαι
A- γενήσομαι Th.4.27
, etc.: [tense] aor.- εγενόμην Hdt.1.122
, etc.: [tense] pf. - γέγονα ib.82, etc.;- γεγένημαι Th.1.69
, etc.:— to be superior to others, prevail over, overcome: Constr. in full, c. gen. pers. et dat. rei,μήτι δ' ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο 11.23.318
; , cf. 252 ; πολυτροπίῃ τινὸς π. Hdt.2.121.έ, cf. Th.1.55, Pl.Ap. 22c ;τάχει τοσοῦτον π. τινός X.Cyr.3.1.19
;τῶν χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς π. ταῖς ἐκ τῶν ἰδίων δαπάναις Isoc.5.54
: c.acc. rei,δσα.. περιγένοιντο ἐμοῦ D.18.236
; τὰ Ὀλύμπια π. Plu.2.242b: c. gen. pers. only, Hdt.1.207, Ar.V. 604 ;π. καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν Pl. R. 362b
, etc.: c. acc. pers. (in an anacoluthon), κατὰ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας χαλεπὰ εἶναι π. Hdt.9.2 : abs., to be superior, prevail, Id.1.214, Th.4.27, etc.; π. τῇ συμβολῇ, τῷ πλῷ, Hdt.6.109, Th.8.104 ; π. πρός τινας, πρὸς τὰ ἀντιτεταγμένα, Id.1.69,5.111.2 of things, ἤν τι περιγίγνηται αὐτοῖς τοῦ πολέμου if they gain any advantage in the war, Id.6.8 ; π. ὑμῖν πλῆθος νεῶν you have a superiority in number of ships, Id.2.87 ; π. ἡμῖν μὴ προκάμνειν we have the advantage in not.., ib.39.II live over, survive, escape, Hdt.1.82, 122, Th.4.27, etc.; οἱ περιγενόμενοι the survivors, Hdt.5.64, etc.: c. gen. rei, περιεγένετο τούτον τοῦ πάθεος he survived, escaped from this disaster, ib.46 ; τῆς δίκης π. Pl.Lg. 905a ; ἐκ τῶν μεγίστων π. Th.2.49.2 of things, remain over and above, opp. ἐπιλείπειν, Ar.Pl. 554, cf. Lys. 30.20 ;περιγενόμενον ἐκ τοῦ προτέρου ἐνιαυτοῦ IG12.352.10
; τάλαντα ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων which remained from the tribute, the surplus, X.HG2.3.8 ;τὸ περιγιγνόμενον τῶν πόρων ἀργύριον Isoc.8.82
, cf. Pl. Lg. 742b, PRev.Laws 19.8(iii B.C.), etc.; τὰ περιγινόμενα the revenues, Arr.An.7.17.4.3 of things, to be left over: hence, to be a result or consequence, ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ π. Th.1.144 ;ἀμαχητὶ π. τινί τι Id.4.73
; ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους π. Arist. EN 1103a17 ; τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ τῆς φιλοσοφίας ; D.L.2.68 ;περιεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν X.An.5.8.26
;τούτου μόνου περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν τι κακόν D.3.12
; ἐκ τούτων περιγίγνεταί τι the upshot of the matter is.., Id.8.53 ; τοῖς μὲν.. πεισθεῖσιν ἡ σωτηρία περιεγένετο to those who complied safety was the result, Id.18.80 ; περίεστι δέ μοι τοιαῦτα οἷα τοῖς κακόν τι νοοῦσιν ὑμῖν περιγένοιτο that is what I have got by the business, and I hope that your enemies may get the like , Id.Ep.3.36 ; ἀηδὴς δόξα τῇ πόλει παρὰ τοῖς πολλοῖς π. Id.Prooem. 23 ;ἡ ἐκ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας περιγινομένη ἐμπειρία Plb.1.35.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγίγνομαι
См. также в других словарях:
περιγενόμενοι — περιγίγνομαι to be superior to aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγίγνομαι — και περιγίνομαι Α 1. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερτερώ, υπερέχω 2. είμαι πιο δυνατός από κάποιον, υπερισχύω, νικώ 3. εξακολουθώ να υπάρχω μετά από ένα γεγονός ή μετά τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, επιζώ 4. (για πράγμ.) περισσεύω, πλεονάζω,… … Dictionary of Greek